λαχανοφυτεία

λαχανοφυτεία
η
φυτεία με λάχανα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαχανοφυτεία — η φυτεία λαχάνων, έκταση γης ή κήπου φυτεμένη με λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αντώνιο Μηλιαράκη] …   Dictionary of Greek

  • λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”